- ψακώνω
- Νβλ. ψιακώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… … Dictionary of Greek
ψιακώνω — και ψακώνω Ν [ψιακί] δηλητηριάζω … Dictionary of Greek